- συνεπιθέτης
- ὁ, Α [συνεπιτίθεμαι]1. αυτός που συνεργεί σε επίθεση εναντίον κάποιου2. (σε επιστολή χάριν αστεϊσμού) ύπουλος άνθρωπος («προσαγορεύω τὰ τέκνα σου... καὶ Ἀσάειν τὸν συνεπιθέτην», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.